- παραπληκτος
- παράπληκτοςπαρά-πληκτος2пораженный безумием, неистовый
(χείρ, sc. Αἴαντος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χείρ, sc. Αἴαντος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράπληκτος — frenzy stricken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράπληκτος — η, ο / παράπληκτος, ον, δωρ. τ. παράπλακτος, ον, ΝΜΑ [παραπλήσσω] νεοελλ. αυτός που πάσχει από παραπληγία, παραπληγικός μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) παράπληκτον με μανιώδη τρόπο, με μανία αρχ. 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
παράπληκτον — παράπληκτος frenzy stricken masc/fem acc sg παράπληκτος frenzy stricken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλήκτους — παράπληκτος frenzy stricken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλήκτῳ — παράπληκτος frenzy stricken masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληγία — (Ιατρ.). Η παράλυση και των δύο κάτω ή δύο άνω άκρων. Είναι αποτέλεσμα οργανικών παθήσεων του νευρικού συστήματος (οργανική π.). Σε μερικές περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα ψυχογενών διαταραχών, όπως η π. στην υστερία. * * * και παραπληξία, η / ιων.… … Dictionary of Greek
παραπληκτίζω — Α [παράπληκτος] παραπληκτεύομαι* … Dictionary of Greek
παραπληκτεύομαι — Α [παράπληκτος] είμαι παραφρων … Dictionary of Greek
παραπλάκτῳ — παραπλά̱κτῳ , παράπληκτος frenzy stricken masc/fem/neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)